μεσολαβητικός

μεσολαβητικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στη μεσολάβηση ή αυτός που είναι ικανός για μεσολάβηση («η Σουηδία ανέλαβε μεσολαβητικό ρόλο στη Μέση Ανατολή»).
επίρρ...
μεσολαβητικώς και -ά
με μεσολαβητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσολαβώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσολαβητικός — ή, ό ο σχετικός με τη μεσολάβηση, ο συμβιβαστικός: Οι μεσολαβητικές μου προσπάθειες έφεραν κοντά τα δυο αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβατικός — ή, ό [παρεμβαίνω] 1. παρενθετικός, μεσολαβητικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέμβαση ή διενεργεί παρέμβαση 3. χαρακτηριστικός τής παρέμβασης ή τού παρεμβατισμού («παρεμβατική πολιτική») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”