- μεσολαβητικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή συντελεί στη μεσολάβηση ή αυτός που είναι ικανός για μεσολάβηση («η Σουηδία ανέλαβε μεσολαβητικό ρόλο στη Μέση Ανατολή»).επίρρ...μεσολαβητικώς και -άμε μεσολαβητικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσολαβώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.